Καράβι-καραβάκι

Στο τραγούδι «Καράβι-καραβάκι», παραδοσιακό της Χίου, βλέπουμε ένα χαρακτηριστικό ορισμένων παραδοσιακών τραγουδιών, που συναντάμε και στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς: Ο πρώτος στίχος αναφέρεται σε κάποιο θέμα – εδώ, σε ένα καράβι που πάει στην Πόλη, ενώ στα κάλαντα, στη γιορτή του αγίου Βασιλείου – και οι υπόλοιποι σε κάποια κοπέλα.

Στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς για παράδειγμα, έχουμε ενδιάμεσα στους στίχους για τη γιορτή και τους στίχους «ψηλή μου δεντρολιβανιά, συ’ σαι αρχόντισσα κυρία, δες κι εμέ το παλικάρι» που δεν έχουν καμιά σχέση με τα κάλαντα και που όταν μπαίνουν μαζί, αποκτούν νόημα. Στο «Καράβι-καραβάκι», οι στίχοι για τα δυο θέματα μπορούν να απομονωθούν τελείως και να γίνουν ξεχωριστά αυτόνομα στιχουργήματα.

Οι στίχοι του τραγουδιού έχουν ως εξής:

Καράβι καραβάκι που πάς γιαλό-γιαλό,
έβγα να σε δώ
μάγια μού ‘χεις καμωμένα
και τρελαίνομαι για σένα
μάγια μού’χει η αδερφή σου
και τρελαίνομαι μαζί σου.

Με κόκκινη σημαία και με χρυσό σταυρό,
έβγα να σε δώ
έβγα να σε δώ να γιάνω
να μην πέσω και πεθάνω
έβγα να σε δώ λιγάκι
να μου φύγει το μεράκι.

Αν είσαι για την Πόλη και την Αγιά Σοφιά,
αγάπη μου γλυκειά
έλα έλα που σου λέγω
μη με τυρρανείς και κλαίγω
έλα έλα πέρδικά μου
στ’αγκαλάκια τα δικά μου.

Πάρε και μένα μέσα και σύρε στο καλό,
έβγα να σε δώ
έλα νά ‘σαι, νά ‘μαι νά ‘σαι
να σου στρώνω να κοιμάσαι
έλα-έλα με τα μένα
να περνάς χαριτωμένα.

Τα ψαριανά καράβια στην Πόλη αράξανε,
σγουρέ βασιλικέ
τα μαλλιά σου τα πλεγμένα
τρέλλαναν πολλούς και μένα
τα μαλλιά σου κι ο λαιμός σου
μ’ έφεραν στο λογισμό σου.

Τα είδαν οι τουρκοπούλες κι αναστενάξανε
άτζαμπα (*άτζαμπα (acaba)=άραγε) γιατί
τα ματάκια σου τα μαύρα
είν’ όλο καημός και λαύρα;
Τα ματόκλαδά σου κλείνουν
και να φύγω δε μ’ αφήνουν.

Έτσι, αν απομονώσουμε τους στίχους, θα έχουμε τα εξής δύο μέρη:

1.

Καράβι καραβάκι που πάς γιαλό-γιαλό
με κόκκινη σημαία και με χρυσό σταυρό,
αν είσαι για την Πόλη και την Αγιά Σοφιά
πάρε και μένα μέσα και σύρε στο καλό.
Τα ψαριανά καράβια στην Πόλη αράξανε
τα είδαν οι τουρκοπούλες κι αναστενάξανε.

2.

Έβγα να σε δώ
μάγια μού’χεις καμωμένα
και τρελαίνομαι για σένα
μάγια μού’χει η αδερφή σου
και τρελαίνομαι μαζί σου.

Έβγα να σε δώ
έβγα να σε δώ να γιάνω
να μην πέσω και πεθάνω
έβγα να σε δώ λιγάκι,
να μου φύγει το μεράκι.

Αγάπη μου γλυκειά
έλα έλα που σου λέγω
μη με τυρρανείς και κλαίγω
έλα έλα πέρδικά μου
στ’αγκαλάκια τα δικά μου.

Έβγα να σε δώ
έλα νά ‘σαι, νά ‘μαι νά ‘σαι
να σου στρώνω να κοιμάσαι
έλα-έλα με τα μένα
να περνάς χαριτωμένα.

Σγουρέ βασιλικέ
τα μαλλιά σου τα πλεγμένα
τρέλλαναν πολλούς και μένα
τα μαλλιά σου κι ο λαιμός σου
μ’ έφεραν στο λογισμό σου.

Άτζαμπα (άραγε) γιατί
τα ματάκια σου τα μαύρα
είν’ όλο καημός και λαύρα;
Τα ματόκλαδά σου κλείνουν
και να φύγω δε μ’ αφήνουν.